- εξάκωπος
- -η, -ο(για λέμβους) αυτός που κινείται με έξι κουπιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κώπη «κουπί». Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξάκωπος — η, ο που έχει έξι κουπιά, που κινείται με έξι κουπιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)